Αγαπητέ Αντώνη, θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω κι εγώ τόσο κάθετα όσο και ολοσχερώς μαζί σου. Σε μία ευνομούμενη πολιτεία του δυτικού κόσμου, όπως αναπόδραστα και αναμφήριστα ανήκει, χωρίς την εμφιλοχώρηση ουδενός ψήγματος αμφιβολίας και η Ελλάδα, οι νόμοι που τα συντεταγμένα όργανα της εξουσίας, εν προκειμένω η νομοθετική, θεσπίζει, πρέπει να τηρούνται απαραρέγκλιτα και στο ακέραιο.
Επιπρόσθετα, δεν νοείται τόσο ουδεμία παρέκκλιση όσο και εξαίρεση από τις επιταγές του νομοθέτη. Από την άλλη μεριά, κρίνεται απορριπτέα ως παντελώς απαράδεκτη η κατά το δοκούν ερμηνεία του νόμου και των επιμέρους διατάξεων αυτού από ιδιώτες που ουδεμία σχέση έχουν με τα ανώτερα κλιμάκια της αρμόδιας εξουσίας, ήτοι της νομοθετικής. Εν προκειμένω, η αρμοδιότητα για την αυθεντική ερμηνεία του νόμου ανήκει στον ίδιο το νομοθέτη (Σ77§1) ενώ την εφαρμογή αυτού καλείται να επιβάλλει τόσο ο Δικαστής όσο και η Διοίκηση ο καθείς στο σύμπλεγμα υποθέσεων που αναφύονται ενώπιον τους.
Με άλλα λόγια, δεν δύναται επουδενί να κατασκευάζεις και να διαμορφώνεις ίδιες ερμηνείες κατά το δοκούν, όπως ευστόχως προανέφερα, κρίνοντας βάσει ιδιοτελών συμφερόντων και επιδιώξεων χωρίς καμία επίκληση σε συνταγματικές, νομοθετικές και διοικητικές αρχές.
Προς στήριξη και εμπύρωση του ως άνω αναφερθέντος και επιμελώς αναλυθέντος επιχειρήματός μου, θα σου αναφέρω ευθύς αμέσως αποσπάσματα από το Ν.3528/2007 (Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας) όσο και της υπ΄αριθμ. ΔΟΑ/Φ.13/180/οικ. 15725/18-6-2007 εγκυκλίου με θέμα «Προβάδισμα των κατηγοριών για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων» στο σώμα των οποίων εμπεριέχεται πλήρως, ρητά και εμπεριστατωμένα η απάντηση στους έωλους ισχυρισμούς σου. Παράλληλα, το πλαίσιο αυτό συμπυκνώνει τόσο θεσμικά όσο και διοικητικά την βούληση εφαρμογής της ύψιστης αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως αυτή εκφράζεται σε αυτό το πλέγμα ρυθμίσεων του κανονιστικού νομοθέτη, ήτοι, στην προκειμένη περίπτωση, τις διοικητικές σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και τις υπόλοιπες αρχές που συνάδουν ή εκπηγάζουν από αυτήν, όπως της αξιοκρατίας, της αναλογικής ισότητας, της προστασίας της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Για του λόγου το αληθές, ορίστε και τα αποσπάσματα:
Α. i) Στο Ν.3528/2007 (ΦΕΚ 26/9-2-2007) ‘’Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ’’, άρθρο 97, το προβάδισμα μεταξύ των υπαλλήλων καθορίζεται ως εξής:
α) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, προηγούνται οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ, και ακολουθούν κατά σειρά οι υπάλληλοι τηςκατηγορίας ΤΕ, της κατηγορίας ΔΕ και, τέλος, οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΥΕ.
β) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, προηγούνται οι υπάλληλοι ανώτερου βαθμού, με βάση την ιεραρχική κλίμακα των βαθμών του άρθρου 83.
γ)Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου κλάδου και βαθμού δεν υπάρχει προβάδισμα.
δ) Όπου από τις οικείες οργανικές διατάξεις επιτρέπεται η τοποθέτηση προϊσταμένου κατηγορίας που έπεται κατά το προβάδισμα, δεν ισχύει το προβάδισμα των κατηγοριών».
ii) Για την υποχρέωση τήρησης του προβαδίσματος των κατηγοριών στις επιλογές προϊσταμένων και για την εφαρμογή του άρθρου 97, του Ν.3528/2007, έχει αποφανθεί επίσης το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών σε σχετικές αποφάσεις του (Αρ. Απόφ. ΔΕΑ871/2016).
iii) Η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, έχει εκδώσει την υπ΄αριθ. ΔΟΑ/Φ.13/180/οικ. 15725/18-6-2007 εγκύκλιο με θέμα «Προβάδισμα των κατηγοριών για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων», στην οποία αναφέρεται ότι: ‘’Δεν είναι επιτρεπτό να συντρέχουν για την ίδια θέση προϊσταμένου υπάλληλοι διαφόρων κατηγοριών επί ίσοις όροις. Όπως έχει γνωμοδοτήσει σχετικά το Συμβούλιο της Επικρατείας (Πρακτικό Επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αριθμ. 235/2005), σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση, όπου προβλέπεται από τους οικείους οργανισμούς η πλήρωση θέσης προϊσταμένου από υπαλλήλους περισσότερων κατηγοριών, προηγούνται οι υπάλληλοι της ανώτερης κατηγορίας και ακολουθούν οι των άλλων κατηγοριών. Συνεπώς, είναι επιτρεπτή η πλήρωση θέσεων προϊσταμένων οργανικών μονάδων από υπαλλήλους κατώτερης, κατά τη διαβάθμιση που εισάγεται στον Υπαλληλικό Κώδικα, κατηγορίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η πλήρωση των θέσεων αυτών από υπαλλήλους ανώτερης κατηγορίας’’.
iv) Οι λειτουργίες των οργανικών μονάδων της Περιφέρειας προκειμένου να είναι σε θέση να λειτουργήσουν πληρέστερα και να ανταποκριθούν με επάρκεια στην αποστολή τους, απαιτούν επιλογή προϊσταμένων υπαλλήλων με το υψηλότερο δυνατό επίπεδο γνωστικής υποδομής και τα πληρέστερα επαγγελματικά προσόντα,.
Κατά συνέπεια, με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα, στην περιγραφή της κατηγορίας των υπαλλήλων που μπορούν να επιλεγούν για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων, είναι τόσο προφανής όσο και αναγκαία η αλλαγή της διατύπωσης του σχεδίου ΟΕΥ ως εξής: ‘’...μπορεί να είναι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ και ελλείψει αυτών υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ’’, ώστε να εφαρμοστεί τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα της κείμενης νομοθεσίας.
Β. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού σου, με όλο το σεβασμό, αυτός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτα προβαλλόμενος καθώς και αλυσιτελής. Ο εγκιβωτισμός σε λογικές ισοπεδωτικού εξισωτισμού αντιβαίνει κατάφωρα στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, παραβιάζει την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Σ2§1), της αναλογικής ισότητας (4§1,2), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (Σ5§1), της αναλογικότητας (Σ25§1εδ.4) όσο και του δικαιώματος της κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από Έλληνες πολίτες. Δεν είναι δυνατό να προβλέπονται, σε κλάδους και ομάδες θέσεων, ειδικότητες οι αρμοδιότητες των οποίων δεν είναι άμεσα συνυφασμένες μεταξύ τους. Η ομαδοποίηση των κλάδων Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας που επικαλείστε στο Π.Δ. 146/2010, έγινε το 2012 καθαρά σε επίπεδο Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και όχι σε όλες τις Περιφέρειες, κατόπιν τροποποίησης του άρθρου 37 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (ΦΕΚ 939/τβ’/27-3-2012,) όπως αυτός είχε καταρτιστεί με το Π.Δ. 146/2010 (ΦΕΚ 239 Α΄), πρωτίστως για κατοχύρωση των οργανικών και προσωποπαγών θέσεων του μόνιμου και του ΙΔΑΧ προσωπικού, ασχέτως αν κάποιοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν τοποθετώντας ως προϊσταμένους σε τμήματα και Δ/νσεις υπαλλήλους που ανήκαν σε κλάδους οι οποίοι δεν προβλέπονταν από τον ίδιο οργανισμό με το επιχείρημα ότι ανήκαν σε γενικότερη κατηγορία κλάδων.
Η συλλήβδην αυτή ομαδοποίηση των κλάδων προσβάλλει κατάφωρα το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των Ελλήνων πολιτών καθότι πυροβολεί σχεδόν εξ’επαφής το δικαίωμα στην προσδοκία του καθενός. Ειδικότερα, ο καθείς που σπουδάζει σε ένα ΑΕΙ ή ΤΕΙ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, το πράττει με γνώμονα την εξασφάλιση της μελλοντικής του επαγγελματικής σταδιοδρομίας και ανέλιξης. Δεν δύναται ο καθένας, με πυξίδα μικροσυμφέροντα και προσωπικές επιδιώξεις να επιδιώκει να σφετερισθεί το επαγγελματικό καθεστώς των δικαιούχων ισοπεδώνοντας τα επαγγελματικά του δικαιώματα και απαξιώνοντας τον κλάδο τους. Αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην γενικότερη κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη της Χώρας. Από την άλλη μεριά, σε νομοθετικό επίπεδο, μέσω αυτής της αυθαίρετης ομαδοποίησης των κλάδων ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της αντιποίησης επαγγέλματος λόγω της μη συνάφειας ορισμένων ειδικοτήτων και κλάδων.
Γ. Σχετικά με το τρίτο, τώρα σκέλος του ισχυρισμού σου, πάλι με όλο το σεβασμό, κρίνεται ανίσχυρος τόσο ως παντελώς αόριστος όσο και ως εμπεριέχων προσωπικού τύπου αναφορές τις οποίες θεωρώ αόριστα δηκτικές και θα τις αγνοήσω καθότι δεν μπορώ να κατανοήσω τον απώτερο σκοπό τους. Δεν είναι αρμόζον, πρέπον και ορθό σε ένα δημόσιο υπάλληλο να εκφράζεται καθ’αυτόν τον τρόπο, καθώς οφείλει ο καθένας να αναλογισθεί ότι πάνω απ’όλα είναι - με την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα φυσικά - εκφραστής της θέλησης του Κράτους και υπηρετεί το Λαό (Σ103§1). Περαιτέρω, βάσει του ίδιου συνταγματικού άρθρου οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, τα αναφερόμενα σου κρίνονται ως απλώς ατοπήματα και δεν θα μπω στη διαδικασία να τα σχολιάσω. Σέβομαι απόλυτα και εκ βαθέων το δικαίωμα σου να εκφράζεις ελεύθερα τη γνώμη σου αλλά δεν πρέπει ουδείς να ξεχνάει ότι λειτουργεί σε ένα κανονιστικό πλαίσιο όπου για να στηρίξει τα επιχειρήματα του πρέπει αναμφίλεκτα να επικαλείται γεγονότα, διατάξεις νόμων, συνταγματικές αρχές, νομολογία, έθιμα. Η επίκληση ισχυρισμών που εμπεριέχουν τόσο στίγματα προς τον αποδέκτη τους χωρίς διάθεση καλής πίστης, όσο και τείνουν ολοσχερώς προς τον λαϊκισμό, με ότι αυτό συνεπάγεται, δεν θα έπρεπε καν να αποτελούν κομμάτι οιασδήποτε διαβούλευσης.
Αγαπητέ Αντώνη, θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω κι εγώ τόσο κάθετα όσο και ολοσχερώς μαζί σου. Σε μία ευνομούμενη πολιτεία του δυτικού κόσμου, όπως αναπόδραστα και αναμφήριστα ανήκει, χωρίς την εμφιλοχώρηση ουδενός ψήγματος αμφιβολίας και η Ελλάδα, οι νόμοι που τα συντεταγμένα όργανα της εξουσίας, εν προκειμένω η νομοθετική, θεσπίζει, πρέπει να τηρούνται απαραρέγκλιτα και στο ακέραιο. Επιπρόσθετα, δεν νοείται τόσο ουδεμία παρέκκλιση όσο και εξαίρεση από τις επιταγές του νομοθέτη. Από την άλλη μεριά, κρίνεται απορριπτέα ως παντελώς απαράδεκτη η κατά το δοκούν ερμηνεία του νόμου και των επιμέρους διατάξεων αυτού από ιδιώτες που ουδεμία σχέση έχουν με τα ανώτερα κλιμάκια της αρμόδιας εξουσίας, ήτοι της νομοθετικής. Εν προκειμένω, η αρμοδιότητα για την αυθεντική ερμηνεία του νόμου ανήκει στον ίδιο το νομοθέτη (Σ77§1) ενώ την εφαρμογή αυτού καλείται να επιβάλλει τόσο ο Δικαστής όσο και η Διοίκηση ο καθείς στο σύμπλεγμα υποθέσεων που αναφύονται ενώπιον τους. Με άλλα λόγια, δεν δύναται επουδενί να κατασκευάζεις και να διαμορφώνεις ίδιες ερμηνείες κατά το δοκούν, όπως ευστόχως προανέφερα, κρίνοντας βάσει ιδιοτελών συμφερόντων και επιδιώξεων χωρίς καμία επίκληση σε συνταγματικές, νομοθετικές και διοικητικές αρχές. Προς στήριξη και εμπύρωση του ως άνω αναφερθέντος και επιμελώς αναλυθέντος επιχειρήματός μου, θα σου αναφέρω ευθύς αμέσως αποσπάσματα από το Ν.3528/2007 (Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας) όσο και της υπ΄αριθμ. ΔΟΑ/Φ.13/180/οικ. 15725/18-6-2007 εγκυκλίου με θέμα «Προβάδισμα των κατηγοριών για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων» στο σώμα των οποίων εμπεριέχεται πλήρως, ρητά και εμπεριστατωμένα η απάντηση στους έωλους ισχυρισμούς σου. Παράλληλα, το πλαίσιο αυτό συμπυκνώνει τόσο θεσμικά όσο και διοικητικά την βούληση εφαρμογής της ύψιστης αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως αυτή εκφράζεται σε αυτό το πλέγμα ρυθμίσεων του κανονιστικού νομοθέτη, ήτοι, στην προκειμένη περίπτωση, τις διοικητικές σχέσεις των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και τις υπόλοιπες αρχές που συνάδουν ή εκπηγάζουν από αυτήν, όπως της αξιοκρατίας, της αναλογικής ισότητας, της προστασίας της προσωπικότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Για του λόγου το αληθές, ορίστε και τα αποσπάσματα: Α. i) Στο Ν.3528/2007 (ΦΕΚ 26/9-2-2007) ‘’Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ’’, άρθρο 97, το προβάδισμα μεταξύ των υπαλλήλων καθορίζεται ως εξής: α) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, προηγούνται οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ, και ακολουθούν κατά σειρά οι υπάλληλοι τηςκατηγορίας ΤΕ, της κατηγορίας ΔΕ και, τέλος, οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΥΕ. β) Μεταξύ υπαλλήλων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, προηγούνται οι υπάλληλοι ανώτερου βαθμού, με βάση την ιεραρχική κλίμακα των βαθμών του άρθρου 83. γ)Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου κλάδου και βαθμού δεν υπάρχει προβάδισμα. δ) Όπου από τις οικείες οργανικές διατάξεις επιτρέπεται η τοποθέτηση προϊσταμένου κατηγορίας που έπεται κατά το προβάδισμα, δεν ισχύει το προβάδισμα των κατηγοριών». ii) Για την υποχρέωση τήρησης του προβαδίσματος των κατηγοριών στις επιλογές προϊσταμένων και για την εφαρμογή του άρθρου 97, του Ν.3528/2007, έχει αποφανθεί επίσης το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών σε σχετικές αποφάσεις του (Αρ. Απόφ. ΔΕΑ871/2016). iii) Η Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, έχει εκδώσει την υπ΄αριθ. ΔΟΑ/Φ.13/180/οικ. 15725/18-6-2007 εγκύκλιο με θέμα «Προβάδισμα των κατηγοριών για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων», στην οποία αναφέρεται ότι: ‘’Δεν είναι επιτρεπτό να συντρέχουν για την ίδια θέση προϊσταμένου υπάλληλοι διαφόρων κατηγοριών επί ίσοις όροις. Όπως έχει γνωμοδοτήσει σχετικά το Συμβούλιο της Επικρατείας (Πρακτικό Επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αριθμ. 235/2005), σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση, όπου προβλέπεται από τους οικείους οργανισμούς η πλήρωση θέσης προϊσταμένου από υπαλλήλους περισσότερων κατηγοριών, προηγούνται οι υπάλληλοι της ανώτερης κατηγορίας και ακολουθούν οι των άλλων κατηγοριών. Συνεπώς, είναι επιτρεπτή η πλήρωση θέσεων προϊσταμένων οργανικών μονάδων από υπαλλήλους κατώτερης, κατά τη διαβάθμιση που εισάγεται στον Υπαλληλικό Κώδικα, κατηγορίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η πλήρωση των θέσεων αυτών από υπαλλήλους ανώτερης κατηγορίας’’. iv) Οι λειτουργίες των οργανικών μονάδων της Περιφέρειας προκειμένου να είναι σε θέση να λειτουργήσουν πληρέστερα και να ανταποκριθούν με επάρκεια στην αποστολή τους, απαιτούν επιλογή προϊσταμένων υπαλλήλων με το υψηλότερο δυνατό επίπεδο γνωστικής υποδομής και τα πληρέστερα επαγγελματικά προσόντα,. Κατά συνέπεια, με βάση τα παραπάνω αναφερόμενα, στην περιγραφή της κατηγορίας των υπαλλήλων που μπορούν να επιλεγούν για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων, είναι τόσο προφανής όσο και αναγκαία η αλλαγή της διατύπωσης του σχεδίου ΟΕΥ ως εξής: ‘’...μπορεί να είναι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ και ελλείψει αυτών υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ’’, ώστε να εφαρμοστεί τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα της κείμενης νομοθεσίας. Β. Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού σου, με όλο το σεβασμό, αυτός κρίνεται απορριπτέος ως απαράδεκτα προβαλλόμενος καθώς και αλυσιτελής. Ο εγκιβωτισμός σε λογικές ισοπεδωτικού εξισωτισμού αντιβαίνει κατάφωρα στις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, παραβιάζει την αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Σ2§1), της αναλογικής ισότητας (4§1,2), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (Σ5§1), της αναλογικότητας (Σ25§1εδ.4) όσο και του δικαιώματος της κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από Έλληνες πολίτες. Δεν είναι δυνατό να προβλέπονται, σε κλάδους και ομάδες θέσεων, ειδικότητες οι αρμοδιότητες των οποίων δεν είναι άμεσα συνυφασμένες μεταξύ τους. Η ομαδοποίηση των κλάδων Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας που επικαλείστε στο Π.Δ. 146/2010, έγινε το 2012 καθαρά σε επίπεδο Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και όχι σε όλες τις Περιφέρειες, κατόπιν τροποποίησης του άρθρου 37 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (ΦΕΚ 939/τβ’/27-3-2012,) όπως αυτός είχε καταρτιστεί με το Π.Δ. 146/2010 (ΦΕΚ 239 Α΄), πρωτίστως για κατοχύρωση των οργανικών και προσωποπαγών θέσεων του μόνιμου και του ΙΔΑΧ προσωπικού, ασχέτως αν κάποιοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν τοποθετώντας ως προϊσταμένους σε τμήματα και Δ/νσεις υπαλλήλους που ανήκαν σε κλάδους οι οποίοι δεν προβλέπονταν από τον ίδιο οργανισμό με το επιχείρημα ότι ανήκαν σε γενικότερη κατηγορία κλάδων. Η συλλήβδην αυτή ομαδοποίηση των κλάδων προσβάλλει κατάφωρα το δικαίωμα στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των Ελλήνων πολιτών καθότι πυροβολεί σχεδόν εξ’επαφής το δικαίωμα στην προσδοκία του καθενός. Ειδικότερα, ο καθείς που σπουδάζει σε ένα ΑΕΙ ή ΤΕΙ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, το πράττει με γνώμονα την εξασφάλιση της μελλοντικής του επαγγελματικής σταδιοδρομίας και ανέλιξης. Δεν δύναται ο καθένας, με πυξίδα μικροσυμφέροντα και προσωπικές επιδιώξεις να επιδιώκει να σφετερισθεί το επαγγελματικό καθεστώς των δικαιούχων ισοπεδώνοντας τα επαγγελματικά του δικαιώματα και απαξιώνοντας τον κλάδο τους. Αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην γενικότερη κοινωνικοπολιτική ανάπτυξη της Χώρας. Από την άλλη μεριά, σε νομοθετικό επίπεδο, μέσω αυτής της αυθαίρετης ομαδοποίησης των κλάδων ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της αντιποίησης επαγγέλματος λόγω της μη συνάφειας ορισμένων ειδικοτήτων και κλάδων. Γ. Σχετικά με το τρίτο, τώρα σκέλος του ισχυρισμού σου, πάλι με όλο το σεβασμό, κρίνεται ανίσχυρος τόσο ως παντελώς αόριστος όσο και ως εμπεριέχων προσωπικού τύπου αναφορές τις οποίες θεωρώ αόριστα δηκτικές και θα τις αγνοήσω καθότι δεν μπορώ να κατανοήσω τον απώτερο σκοπό τους. Δεν είναι αρμόζον, πρέπον και ορθό σε ένα δημόσιο υπάλληλο να εκφράζεται καθ’αυτόν τον τρόπο, καθώς οφείλει ο καθένας να αναλογισθεί ότι πάνω απ’όλα είναι - με την δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα φυσικά - εκφραστής της θέλησης του Κράτους και υπηρετεί το Λαό (Σ103§1). Περαιτέρω, βάσει του ίδιου συνταγματικού άρθρου οφείλει πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, τα αναφερόμενα σου κρίνονται ως απλώς ατοπήματα και δεν θα μπω στη διαδικασία να τα σχολιάσω. Σέβομαι απόλυτα και εκ βαθέων το δικαίωμα σου να εκφράζεις ελεύθερα τη γνώμη σου αλλά δεν πρέπει ουδείς να ξεχνάει ότι λειτουργεί σε ένα κανονιστικό πλαίσιο όπου για να στηρίξει τα επιχειρήματα του πρέπει αναμφίλεκτα να επικαλείται γεγονότα, διατάξεις νόμων, συνταγματικές αρχές, νομολογία, έθιμα. Η επίκληση ισχυρισμών που εμπεριέχουν τόσο στίγματα προς τον αποδέκτη τους χωρίς διάθεση καλής πίστης, όσο και τείνουν ολοσχερώς προς τον λαϊκισμό, με ότι αυτό συνεπάγεται, δεν θα έπρεπε καν να αποτελούν κομμάτι οιασδήποτε διαβούλευσης.